- εὔσαρκον
- εὔσαρκοςfleshymasc/fem acc sgεὔσαρκοςfleshyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωφελώ — έω, Α [ωφελῶ] 1. βοηθώ, ωφελώ επιπροσθέτως («προσωφελέειν... τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.) 2. συντελώ στο να είναι κάτι... («μέγα προσωφελέειν ἐς τὸ εὔσαρκον», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek